καλοπροαίρετος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek (Liddell-Scott)
καλοπροαίρετος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλὴν ἔχων προαίρεσιν, Σπανέας στ. 230, ἐν Ἐκλογῇ μνημ. τῆς νεωτ. Ἑλλ. γλ. Μαυροφρύδου.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλοπροαίρετος, -ον)
αυτός που έχει καλή προαίρεση, τίμια πρόθεση, καλόγνωμος, καλότροπος
νεοελλ.
(για έργα, ενέργειες, εκδηλώσεις) αυτός που γίνεται από αγαθή προαίρεση («καλοπροαίρετη προσφορά»).
επίρρ...
καλοπροαίρετα
με καλή πρόθεση, με τίμια προαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + προαιροῦμαι].