καλοτύχισμα

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

το καλοτυχίζω
1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο
2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη
3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματα
τα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός.