κανονιοφόρος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
η
1. μικρό πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με ένα ή περισσότερα πυροβόλα, κανονιέρα
2. φρ. «η πολιτική τών κανονιοφόρων» — η δυναμική στρατιωτική επέμβαση από ισχυρό κράτος για θέματα που μπορούσαν να διευθετηθούν ειρηνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανονιοφόρος, αντί του αναμενομένου κανον-ο-φόρος (βλ. λ. κανονιοβολώ) < κανόνι(Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ολμοφόρος, σκευοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Κωνστ. Οικονόμο τον εξ Οικονόμων].