καπίστρι
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
το (AM καπίστριον)
είδος χαλινού υποζυγίων χωρίς χαβιά, η φορβειά
νεοελλ.
φρ.
1. «έβαλε καπίστρι» — παντρεύτηκε
2. «τον σέρνει από το καπίστρι» — του έχει επιβληθεί τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπίστριον είναι υποκορ. ενός αμάρτυρου τ. κάπιστρον (< λατ. capistrum), πρβλ. κουρέλι < κούρελλον].