καπνοβόρος

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που απορροφά τον καπνό ο οποίος βγαίνει από τη φωτιά ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοβόρος
συσκευή ή διάταξη που συντελεί στην τελειότερη καύση τών καύσιμων υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -βόρος (< βορά «τροφή ζώων»), πρβλ. αιμοβόρος, θυμοβόρος].