καπνοκοπτικός

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή του καπνού («καπνοκοπτική μηχανή» — η μηχανή με την οποία κόβονται τα φύλλα του καπνού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτικός (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].