Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
καπνοῦχος, ὁ (Α)η καπνοδόκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολιούχος, τροπαιούχος].