γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
καπρῴζομαι (Α)(για χοίρους) καπρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -ώζομαι, πιθ. αναλογικά προς ρ. σε -ώζω που δηλώνουν φωνές, κραυγές (πρβλ. κρώζω, οιμώζω)].