καραβίδα

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

η (AM καραβίς, Μ και καραβίδα) κάραβος
ζωολ. γένος βαδιστικών δεκάποδων καρκινοειδών του γλυκού νερού
αρχ.
κάνθαρος κερασφόρος.