καραβίδα

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

η (AM καραβίς, Μ και καραβίδα) κάραβος
ζωολ. γένος βαδιστικών δεκάποδων καρκινοειδών του γλυκού νερού
αρχ.
κάνθαρος κερασφόρος.