καραβίδα

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

η (AM καραβίς, Μ και καραβίδα) κάραβος
ζωολ. γένος βαδιστικών δεκάποδων καρκινοειδών του γλυκού νερού
αρχ.
κάνθαρος κερασφόρος.