καραβιά

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

η καράβι
1. η ποσότητα που μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει ένα καράβι
2. μεγάλη ποσότητα ενός πράγματος
3. μονάδα χοντρικού υπολογισμού μήκους με βάση το μήκος ενός καραβιού («βρισκόμαστε ώς πέντε καραβιές από τον μώλο»).