καρβούνιασμα
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
Greek Monolingual
το καρβουνιάζω
1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα
2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση.