μαύρισμα

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

-ατος, το μαυρίζω
1. το να γίνεται κανείς μαύρος ή να καθιστά κάτι μαύρο
2. μτφ. αρνητική ψήφος υποψηφίου σε εκλογές, καταψήφιση («έφαγε μεγάλο μαύρισμα στις εκλογές»).