καρηβαρώ

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

-έω (Α καρηβαρῶ, -έω και καρηβαριῶ, -άω καρηβαρής
έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαι
αρχ.
μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τον τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).