καρηβαρώ

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

-έω (Α καρηβαρῶ, -έω και καρηβαριῶ, -άω καρηβαρής
έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαι
αρχ.
μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τον τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).