καρποποιητικός

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποποιητικός Medium diacritics: καρποποιητικός Low diacritics: καρποποιητικός Capitals: ΚΑΡΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: karpopoiētikós Transliteration B: karpopoiētikos Transliteration C: karpopoiitikos Beta Code: karpopoihtiko/s

English (LSJ)

later for καρποποιός.

Greek Monolingual

καρποποιητικός, -όν (Μ)
καρποποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιητικός (< ποιητής), πρβλ. ενοχοποιητικός, πιστοποιητικός.