καρυδήσιος
From LSJ
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
Greek Monolingual
-α, -ο
καρυδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βαπορήσιος, ελαφήσιος)].
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
-α, -ο
καρυδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βαπορήσιος, ελαφήσιος)].