κασόνι
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
Greek Monolingual
το
1. κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τοποθέτηση πραγμάτων ή μεταφορά εμπορευμάτων, κάσα
2. φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassone (μεγεθ. του cassa)].