Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάβρεγμα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

το
το να καταβρέχει κάποιος, το να μουσκεύει κάτι ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθανάσιο Σακελλάριο].