κατάθραυστος
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
κατάθραυστον, broken in pieces, f.l. in Dsc.5.87.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθραυστος: -ον, κατατεθραυσμένος εἰς τεμάχια, Διοσκ. 5. 102.
Greek Monolingual
κατάθραυστος, -ον (Α) καταθραύω
σπασμένος σε κομμάτια.