ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
η (Α κατάκλυσις) κατακλύζωνεοελλ.ναυτ. η υπερπλήρωση διαμερίσματος πλοίου με νερόαρχ.το κλύσμα.