κατάκλυση

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

η (Α κατάκλυσις) κατακλύζω
νεοελλ.
ναυτ. η υπερπλήρωση διαμερίσματος πλοίου με νερό
αρχ.
το κλύσμα.