κατάστηθα

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

επίρρ. ακριβώς πάνω στο στήθος, στη μέση του στήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στῆθος + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. πανω-σάμαρ-α, παρά-ταιρ-α)].