κατέγκλησις
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, das Anklagen, die Beschuldigung, Sp.
Greek Monolingual
κατέγκλησις, -ήσεως, ἡ (Μ) κατεγκαλώ
ψευδής καταγγελία, διαβολή, συκοφαντία.