κατεγκαλώ
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
κατεγκαλῶ, -έω (AM) εγκαλώ, καταγγέλλω, κατηγορώ
μσν.
κάνω επίκληση σε κάποιον.