κατέδαρθον
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
French (Bailly abrégé)
ao.2 Act. de καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
κατέδαρθον: aor. 2 к καταδαρθάνω.