καταινώ

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

καταινῶ, -έω (Α)
1. συμφωνώ, επιδοκιμάζω
2. συμφωνώ με κάποιον όρο
3. αποδέχομαι, υπόσχομαι, ομολογώ
4. υπόσχομαι
5. αρραβωνιάζω θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰνῶ «συγκατατίθεμαι» (< αἶνος)].