κατακάθισμα
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
Greek Monolingual
το κατακαθίζω
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι
3. καθησύχαση, κατευνασμός.