κατακοκκινίζω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
κατακόκκινος
1. γίνομαι κόκκινος κυρίως από ντροπή ή θυμό
2. προσδίδω σε κάτι έντονο κόκκινο χρώμα.