κατακολλώ

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

κατακολλῶ, -άω (Α)
1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο
2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν»)
3. συνάπτω.