κατακολλώ

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

κατακολλῶ, -άω (Α)
1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο
2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν»)
3. συνάπτω.