καταλερώνω
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
Greek Monolingual
κατάλερος
1. λερώνω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, καταβρομίζω
2. μτφ. καταισχύνω, κατασπιλώνω, καταντροπιάζω.