κατασπιλώνω

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

(Α κατασπιλῶ, -όω) κατάσπιλος
1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω
2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον.