καταμερισμός

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμερισμός Medium diacritics: καταμερισμός Low diacritics: καταμερισμός Capitals: ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katamerismós Transliteration B: katamerismos Transliteration C: katamerismos Beta Code: katamerismo/s

English (LSJ)

ὁ, = καταμέρισις (division into parts, distribution), LXX Jo. 13.14.

German (Pape)

[Seite 1363] ὁ, dasselbe, LXX u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἑβδ. (Ἰωσ. 13. 14).

Greek Monolingual

ο (AM καταμερισμός) καταμερίζω
διαίρεση, διαχωρισμός, κατανομή
νεοελλ.
φρ. α) «καταμερισμός εργασίας» — η εκτέλεση από διαφορετικά πρόσωπα διαφορετικών έργων ή μερών ενός έργου
β) βιολ. «καταμερισμός φυσιολογικού έργου» — η επιτέλεση ορισμένης ζωικής λειτουργίας από ορισμένα κύτταρα ή όργανα.