καταναγκασμός

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

ο καταναγκάζω
ο εξαναγκασμός ενός ατόμου με χρησιμοποίηση βίας ή με παράνομη άσκηση εξουσίας να πράξει κάτι παρά τη θέλησή του.