καταπάνω

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

και καταπάνου και κατεπάνωκαταπάνω και καταπάνου και κατεπάνω)
επίρρ. κατευθείαν επάνω
2. εναντίον κάποιου
3. σχετικά με κάτι ή με κάποιον («να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου του λαού ετούτου», Σουμμ.)
4. (για εξουσία) πάνω σε κάποιον («αν ήθελε έχει εξουσία καταπάνου τους», Σουμμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + (ε)πάνω].