καταρρακτή
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
Greek Monolingual
και καταρραχτή, η (Α καταρράκτη)
βλ. καταρρακτός.
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
και καταρραχτή, η (Α καταρράκτη)
βλ. καταρρακτός.