Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταρρακτή

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

και καταρραχτή, η (Α καταρράκτη)
βλ. καταρρακτός.