καταρριζώ

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

καταρριζῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά
2. στερεώνω
3. παθ. καταρριζοῦμαι, -όομαι
α) αποκτώ ρίζες
β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης»).