κατασκοπώ

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

κατασκοπῶ, -έω (Α) κατάσκοπος
1. παρατηρώ από κοντά, εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
2. κατασκοπεύω
3. μέσ. κατασκοποῦμαι, -έομαι
παρατηρώ με προσοχή, κοιτάζω καλά.