κατασυκοφάντηση

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατασυκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασυκοφαντῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].