κατατρεγμός

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ο κατατρέχω
(κυριολ. και μτφ.) καταδίωξη, καταφορά, διωγμός, εναντίωσηκατατρεγμός της μοίρας»).