ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ο κατατρέχω(κυριολ. και μτφ.) καταδίωξη, καταφορά, διωγμός, εναντίωση («κατατρεγμός της μοίρας»).