καταψευστός

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
controuvé, fabuleux.
Étymologie: καταψεύδομαι.

Russian (Dvoretsky)

καταψευστός: выдуманный, баснословный (θηρία Her. - v. l. ἀκατάψευστος).