κατεγκαλώ

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

κατεγκαλῶ, -έω (AM) εγκαλώ, καταγγέλλω, κατηγορώ
μσν.
κάνω επίκληση σε κάποιον.