εγκαλώ
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
(AM ἐγκαλῶ, -έω)
1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος
2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει
3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση
4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο
5. φέρνω αντίρρηση
6. επικαλούμαι
μσν.
1. παρακαλώ
2. αναφέρω, ανακοινώνω
3. εξομολογούμαι κάτι σε κάποιον
4. προσκαλώ
5. εγείρω αξιώσεις
6. παραπονιέμαι
7. προσφεύγω.