κατεπλάγην

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. de καταπλήσσω.

Greek Monotonic

κατεπλάγην: [ᾰ], Επικ. -επλήγην, Παθ. αορ. βʹ του καταπλήσσω.