μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
ao.2 Pass. de καταπλήσσω.
κατεπλάγην: [ᾰ], Επικ. -επλήγην, Παθ. αορ. βʹ του καταπλήσσω.