κατηφόρι

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

το κατήφορος
1. κατηφορικό δρομάκι ή μονοπάτι
2. κατηφορικό τμήμα ενός δρόμου.