κατθέσθην
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel ao.2 Moy. épq. sync. de κατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
κατθέσθην: эп. 3 л. dual. med. к κατατίθημι.