Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
κατράμιαλείφω με κατράμι, πισσώνω («κατράμωσε το καράβι για να μη σαπίσει»).