καύσομαι

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

f. Moy. de καίω.

Russian (Dvoretsky)

καύσομαι: Arph. редко fut. к καίω.