ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
κενοποιός, -όν (Α)
αυτός που χαλαρώνει και εκκενώνει την κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -ποιός (< ποιῶ)].