κερδαντήρ
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1423] ῆρος, ὁ, der Gewinnsüchtige, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
κερδαντήρ: ῆρος, ὁ, φιλάργυρος, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 136.
Greek Monolingual
κερδαντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κερδαίνω
φιλοκερδής, φιλοχρήματος, φιλάργυρος.